- ιδερώνω
- Ν [σίδερο]1. πιέζω με θερμό σίδερο μια επιφάνεια, κυρίως υφασμάτινη ή δερμάτινη, για να γίνει ομαλή, λεία2. προσαρμόζω σιδερένια εξαρτήματα σε ξύλινες πόρτες ή παράθυρα3. μτφ. (σχετικά με ρυτιδωμένο πρόσωπο) εξομαλύνω, εξαφανίζω τις ρυτίδες.
Dictionary of Greek. 2013.